ἀμόχθητος

ἀμόχθητος
ἀμόχθ-ητος, ον, -sq., Opp.C.1.456. Adv.
A

-τως Babr.9.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμόχθητος — η, ο (Α ἀμόχθητος, ον) [μοχθῶ] αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος …   Dictionary of Greek

  • αμόχθητος — η, ο επίρρ. α αυτός που ζει ή αυτός που γίνεται χωρίς μόχθο: Αμόχθητος όπως ήταν, τα περίμενε όλα έτοιμα από τους άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοχθήτως — ἄμοχθος free from toil and trouble adverbial ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem acc pl (doric) ἀμόχθητος adverbial ἀμόχθητος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμοχθος — η, ο αμόχθητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοχθήτοισι — ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμόχθητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοχθήτοισιν — ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμόχθητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοχθήτων — ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem/neut gen pl ἀμόχθητος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”